O καιρός του θερισμού

Τα ποτήρια είναι δροσερά, ιδρώνουν πάνω στον λουλουδάτο, πολυκαιρισμένο μουσαμά· το καφενείο είναι άδειο, ολόκληρο το χωριό, μικροί – μεγάλοι, βρίσκεται στα χωράφια. Ακούγονται μόνο τα τζιτζίκια, δυνατά, εκκωφαντικά μέσα στο ζεστό μεσημέρι.

Οι γονείς της Ζωής τελειώνουν τους ελληνικούς τους, κι εκείνη – τελείωσε την Δευτέρα Λυκείου λίγες ημέρες πριν – ανακατεύει ανόρεχτα το φρέντο της, παίζει νευρικά με την ασπροκόκκινη κλωστή στο χέρι της, χαζεύει στο κινητό της.

Τους σερβίρει, ευγενικά και βαριεστημένα, ο Γιάννης· είναι 20 χρονών, σήμερα είναι η σειρά του να κρατήσει το καφενείο. Όταν η Ζωή σηκώνεται, το βλέμμα του κολλά στα σημάδια που έχουν αφήσει τα πορτοκαλί καλώδια της καρέκλας στους μηρούς της, όσο εκείνη τακτοποιεί βιαστικά το άσπρο της φόρεμα.

Στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς της, δε συναντούν άνθρωπο · είναι ο καιρός του θερισμού, όλο το χωριό δουλεύει από το πρωί. Τα χωράφια είναι τακτοποιημένα και κατακίτρινα κάτω από τον ήλιο του Ιουνίου, σχεδόν αχνίζουν, οι δρόμοι μοιάζουν ανοιχτοί ως τα πέρατα  της γης, το βούισμα των τζιτζικιών μπλέκεται σιγά σιγά με τα μακρινά γουργουρίσματα από τα τρακτέρ που επιστρέφουν.

Η Ζωή ξαπλώνει στο μέσα δωμάτιο, το παιδικό, το δροσερό –  αλλά δεν έχει ύπνο. Στριφογυρίζει, ανασηκώνεται συνεχώς και είναι μούσκεμα, ο ιδρώτας της τρέχει ποτάμι, το στρώμα της είναι σκληρό και άβολο, αδύνατο να κοιμηθεί. Έξω, τα παιδιά του χωριού έχουν αρχίσει να μαζεύουνε κλαδάκια και ξερόχορτα για τη φωτιά του Κλήδονα, που σε λίγες ώρες θα ανάψει. Ακούει τα βροντερά  τους γέλια, τη βαριά τους προφορά, βλέπει δεμάτια τα κλαδιά και θέλει να φύγει, να γυρίσει στην Αθήνα, στη γειτονιά της, στο φροντιστήριο της, στο σπίτι της.

Ξάφνου δεν αντέχει ούτε τα τζιτζίκια πια, ούτε τη λάβρα, ούτε το ροχαλητό των γονιών της· αποφασίζει να κάνει ένα περίπατο, περνά τα πρώτα σπίτια, περνά τη διασταύρωση και φτάνει ως τον ελαιώνα.

Όσο η Ζωή περπατά, ο ήλιος του Ιούνη χαμηλώνει πια, όμως το φως αντιφέγγει ακόμα, λες και ο φωτεινός δίσκος δε  θέλει να φύγει, σα να μην έχει ακόμα δεχτεί πως θα χάνει πια λίγα δευτερόλεπτα κάθε μέρα. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, σα φτιαγμένη από κρύσταλλο, το φως διαυγές μέχρι τα βουνά που χάνονται γαλάζια στο βάθος · τα χρώματα των δέντρων, των φύλλων, των θημωνιών, του κάμπου τριγύρω, δε θυμάται η Ζωή να τα έχει αντικρύσει πιο έντονα ποτέ της.  Μέσα στο κατάφεγγο απόγευμα, τα πάντα μοιάζουν γύρω της ζωντανά και πάλλοντα. Τα τζιτζίκια επιμένουν ακόμα, φωνάζουν έξαλλα στον ήλιο που χάνεται, έχουνε πλέον αφηνιάσει.

Κάθεται στη ρίζα μιας ελιάς αιωνόβιας, αρχαίας · ο κορμός της έχει σχιστεί στα δύο, χωρά όχι μόνον έναν άνθρωπο, αλλά και δύο, αν καθόντουσαν κοντά, αν αγκαλιάζονταν σφιχτά, σκέφτεται. Ένα ζεστό, λιγωτικό αεράκι θροΐζει στον καλαμιώνα πίσω από τις ελιές · ο ψίθυρος των βούρλων, το κόασμα των βατράχων, οι τρίλιες των τελευταίων πουλιών της μέρας  αρχίζουν να παίρνουν στο μυαλό της Ζωής μορφή, να γίνονται λέξεις, προτάσεις, καλέσματα χαρούμενα και παθιασμένα.

Ξάφνου, οι ρόζοι του γέρικου δέντρου παίρνουν, μέσα στο φως που αλλάζει λεπτό με το λεπτό, παράξενες μορφές, επάνω στο ασημένιο ξύλο προβάλλουν για λίγο, πριν εξαφανιστούν, ένας άντρας αγριωπός, όλος γένια και μαλλιά –  ίδιος προφήτης της ερήμου –  νεράιδες καλλίγραμμες δίχως πέπλα, σκανδαλιάρηδες κερασφόροι νεαροί με κεράσια κρεμασμένα στα αυτιά τους, ζώα μερωμένα και πουλιά, φρούτα ώριμα και στάχυα που χορεύουν. 

Κλείνει τα μάτια της φουντωμένη, τα τζιτζίκια στα φύλλα της ελιάς είναι σβήνουνε, το σκοτάδι πέφτει απαλά και τη σκεπάζει. Όταν ξυπνά, βλέπει από μακριά τη φωτιά του Αη – Γιάννη να φουντώνει στην πλατεία, τα αγροτικά παρκαρισμένα σειρά στην αλάνα πίσω από την εκκλησία, άντρες και γυναίκες σε κυκλωτικό χορό, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Μυρίζει παντού καλαμπόκι ψητό, καμένη ζάχαρη, χορτάρι ξερό και νυχτολούλουδο.

Πηγαίνει σαν υπνωτισμένη προς την πλατεία, οι γονείς της τής γνέφουν με ανακούφιση· έχουν ήδη πιάσει τραπέζι στο καφενείο. Περπατά αδιάφορα – και τότε βλέπει τον Γιάννη, το παιδί που τους σέρβιρε το μεσημέρι, να προχωρά προς την πυρά του Κλήδονα. 

Το δέρμα του είναι μελαψό, ηλιοψημένο, στο χρώμα της γης· σαν να ‘χει πλαστεί ολόκληρος από πέτρα, χώμα και στάχια. Υγρό από τον ιδρώτα – η νύχτα του Ιούνη έχει πέσει ζεστή και η φωτιά έχει φουντώσει – το σώμα του, όσο ξεπροβάλει από το μπλουτζίν και το μακό μπλουζάκι, αστράφτει σα χάλκινο. Στα μαλλιά του φορά ένα ξερό μαγιάτικο στεφάνι, τα πόδια του είναι ξυπόλητα, στα χέρια του αστράφτει ένα δρεπάνι.

Ο Γιάννης είναι φέτος ο Θεριστής, ο βασιλιάς του Κλήδονα – όπως το έχει το έθιμο σε τούτο το χωριό.

Ο Γιάννης, ο Θεριστής, κάνει κόλπα με το κοφτερό δρεπάνι, χορεύοντας γύρω από τον πυρά, που ταΐζεται συνεχώς με κλαδιά και στεφάνια: το πετά από το ένα του χέρι στο άλλο, κατόπιν πίσω από την πλάτη του, το εκσφενδονίζει ψηλά για να το ξαναπιάσει ύστερα με σιγουριά, το ισορροπεί επικίνδυνα στα ακροδάχτυλα του, γελώντας. Γύρω του, αρκετοί έχουν αρχίσει να πηδούν πάνω από τη φωτιά, οι πιο μικροί στις άκρες της πυράς, οι πιο τολμηροί στο κέντρο της, βγάζοντας αλαλαγμούς και κραυγές, φωνάζοντας και σφυρίζοντας, τραγουδώντας και τσουγκρίζοντας ποτήρια.

Με κόκκινα μάγουλα από τη φωτιά, ζαλισμένη από τη ζέστη, τη μουσική και την μπύρα που κάποιος της έβαλε στο χέρι, η Ζωή κοιτά το Θεριστή με κομμένη την ανάσα, νιώθοντας κάθε του κίνηση σχεδόν βαθιά, ως τα μέσα  της. Χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του, τον βλέπει να έρχεται προς το μέρος της, κραδαίνοντας το δρεπάνι του · το χαμόγελο του αστράφτει από τις φλόγες και τα λαμπιόνια του πανηγυριού.

Τα αγόρια και τα κορίτσια τριγύρω αρχίζουν να χειροκροτούν ρυθμικά, η Ζωή νιώθει το έδαφος να στριφογυρνά από κάτω της κι ένα πύρωμα να τη ζώνει από το κεφάλι ως τα ακροδάχτυλα της. Καθώς ο Θεριστής φτάνει δίπλα της, ακόμα κι οι γρύλοι και τα τριζόνια του βραδιού ορκίζεται πως βουβαίνονται:  υπάρχουν τώρα μοναχά εκείνη κι η φωτιά – κι ο Γιάννης, που με μια παιχνιδιάρικη κίνηση της κόβει το μαρτάκι που φορά στο χέρι και το πετά στην πυρά – η χάντρα του πετά σπίθες καθώς καίγεται και λιώνει – πριν βγάλει το μαγιάτικο στεφάνι από το κεφάλι του για να το φορέσει  στο κεφάλι της Ζωής.

Κι εκείνη βγάζει τα παπούτσια της, σηκώνει το φόρεμά της ψηλά ως τους μηρούς , κοιτά το Γιάννη στα μάτια –  και πηδά με φόρα ίσια επάνω στη φωτιά, στη φωτιά που άναψε απόψε και δε θα σβήσει πια ποτέ.

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Culturebook, ως συμμετοχή στο αφιέρωμα “7+1 Διηγήματα για τον Ιούνιο”

330 χιλιόμετρα

Ξημέρωνε Τετάρτη όταν έφυγε η κυρία Ζωή — ανεύρυσμα, μια κι έξω, στα εξηνταπέντε. Ο Σπύρος έφτασε στα Τρίκαλα Τετάρτη μεσημέρι· οδήγησε 330 χιλιόμετρα άυπνος και μ’ ό,τι τραγούδια είχε ένα στικάκι ξεχασμένο στο ντουλάπι. Του ‘χανε πει —ψέματα— πως θα προλάβαινε τη θεία του ζωντανή. Πάνω στη φούρια δεν πήρε μαζί του ούτε κινητό, ούτε ρούχα· μέχρι το βράδυ της Παρασκευής την έβγαλε μ’ ό,τι φορούσε και με εσώρουχα δανεικά, απ’ τον πατέρα του.
Δεν το ‘χε χωνέψει, ακόμα κι όταν γύρισε στο Παγκράτι. Μπήκε σπίτι, έβαλε το κινητό του να φορτίσει, ζέστανε την πίτα για να φάει· έπλυνε τα πιάτα, συμμάζεψε, μούλιασε στη μπανιέρα χωρίς να νιώθει την απουσία της θείας Ζωής, που την έβλεπε άλλωστε δυο-τρεις φορές το χρόνο πια.
Ανοίγοντας το τηλέφωνο, έπεσαν βροχή οι ειδοποιήσεις τριών ημερών: «Να ζήσεις να τη θυμάσαι», «Πάρε με όταν γυρίσεις», «Σπύρο, δεν απαντάς, όλα καλά;» μέχρι που το μάτι του έπεσε στο φάκελο με τα emails της, τακτοποιημένα και περιποιημένα, όλα με το όνομά της πρώτα και το θέμα αμέσως μετά, «Ζωή: συνταγή γιουβαρλάκια», «Ζωή: φωτογραφίες γάμος Ελένης», «Ζωή: αναγγελία ΑΣΕΠ», όσα συζητούσαν —από απόσταση— θεία και ανιψιός. Καθώς σκρόλαρε βούρκωνε, και όσο θόλωνε το βλέμμα του ήρθε πετώντας το τελευταίο φακελάκι και κάθισε πάνω πάνω στο σωρό: Τετάρτη, 3 Δεκ, 01:42, θέμα «Ζωή: οδηγίες χρήσης»· η υπενθύμισή της για το PDF που του ’χε ζητήσει να της βρει για το πλυντήριο πιάτων.

Συμμετοχή στη στήλη “Μικρή Κλίμακα” του Περιοδικού Χάρτης, Ιανουάριος 2023

Η αίσθηση του χρόνου (διήγημα)

Είχε συνδέσει την επέτειο με τα πρώτα κρύα του χειμώνα. Θυμόταν πολλές φορές, να κρύβεται σχεδόν κάτω από το σκούφο και το κασκόλ του και να κατηφορίζει την Πατησίων, με το κεφάλι σκυμμένο και τον άνεμο συνήθως να τον χτυπάει αντίστροφα. Εκείνη την χρονιά, η καλοκαιρία είχε κρατήσει πολύ · έφτασαν τα μέσα του Νοέμβρη με ζέστη που θύμιζε περισσότερο τον καιρό της Μεγάλης Εβδομάδας.

Φόρεσε απλά ένα γαλάζιο πουκάμισο, το γκρίζο του σακάκι και ξεκίνησε.

Continue reading Η αίσθηση του χρόνου (διήγημα)

Ολωσδιόλου ανύποπτοι (πεζογράφημα)

Βγαίνω στο δρόμο για την Ομόνοια ·  είναι άχαρος, βρώμικος και μοιάζει κοινότυπος, με όνομα που είναι κι αυτό από καιρό πεθαμένο. Δυσκολεύομαι σχεδόν να θυμηθώ τι πραγματικά σημαίνει, έτσι όπως έχουνε τα πράγματα περιπλεχτεί κι έχουνε κάπως χάσει τη σημασία τους.

Απ’ όλες τις λεωφόρους που οδηγούνε στην πλατεία, αυτή εδώ έχει απομείνει σα βαλσαμωμένη: μακάβρια και οικεία μαζί. Βήμα τo βήμα, θυμάμαι πως ήταν κάποτε γεμάτη ζωή, τώρα μοιάζει ακίνητη και τόπους τόπους έχει αρχίσει να μαδάει. Νομίζω πως νιώθω τη φορμόλη στα ρουθούνια μου, κοντεύει εννιά, ζέστη προχωρημένη και υγρή, τέλη Μαΐου.

Εκεί που το πεζοδρόμιο φαρδαίνει απότομα, βρίσκεται το ορισμένο καφενείο. Δεν έχει ποτέ γνωρίσει καλύτερες ημέρες, λειτουργούσε πάντοτε ως καταφύγιο, καφές φτηνός σε πλαστικό, ούζο χύμα με παξιμάδι κι ελιές, μπύρα οικοδομική, μεγάλο μπουκάλι, για να φτουρήσει. Είναι στο κλείσιμο, ένα τραπέζι έχει απομείνει μοναχά με δυο καρέκλες σαραβαλιασμένες. Τα ουζοπότηρα είναι αδειανά, το τσίγκινο μπολ γεμάτο χλιαρό νερό αντί για παγάκια · στο πιατάκι έχουνε απομείνει ψίχουλα και μαύρα κουκούτσια.

Η μια καρέκλα βρίσκει πλάτη στην κολώνα της παρόδιας στοάς, ένας φαλακρός πενηντάρης ακουμπά βαρύ το μπουζούκι στα πόδια του, τα δάχτυλα του ανεβοκατεβαίνουνε στο μπράτσο νωχελικά, αλλά σίγουρα.  Ο συνδαιτυμόνας του στηρίζει την καρέκλα του στην κόψη του τραπεζιού, η φωνή του σβήνει και σκορπάει «για σένανε πίνω κρασί, για σένανε σουρώνω, για σένα βρ’ Αθηναίισα βρ’ αμάν αμάν, πίνω και μαραζώνω», τα μάτια τους δε συναντιούνται ποτέ. Κανένα φως  δεν έχει ακόμη ανάψει, η Ακρόπολη φεγγίζει στο βάθος του δρόμου, δυο πουλιά πετούνε κρώζοντας, ερχόμενα από τα ανατολικά.

Στον επόμενο στύλο, μια ψηλή, όμορφη τραβεστί διορθώνει το κραγιόν της σκυμμένη στον καθρέπτη της παρκαρισμένης μηχανής, η βάρδια όπου να ‘ναι θα αρχίσει. Θα ‘χει σίγουρα όνομα εξωτικό, Βανέσα ή Παλόμα, εντυπωσιακό όσο και τα ψηλά της τακούνια. Τα μάτια της είναι υγρά, όσο μπορεί κανείς να διακρίνει κάτω από το βαρύ μακιγιάζ και την ξανθιά περούκα.

Στη γωνία, ένας μελαχρινός νεαρός στηρίζεται στον λερό τοίχο λυγίζοντας το δεξί του πόδι, κοιτά το ρολόι του με ανησυχία · έχει μουστάκι, και του πάει.  Αποδοκιμάζει τους δείκτες του ρολογιού του με ένα σήκωμα του αριστερού του φρυδιού πριν τραβήξει τσιγάρο από το μαλακό πακέτο στην κωλότσεπη.

Ένας ελαφρύς αέρας έχει σηκωθεί, ανακατεύει τα παλιόχαρτα και τις γόπες με μικρούς στροβίλους. Ταχύνω ασυναίσθητα το βήμα, ανατριχιασμένος βαθιά, αφήνοντας και τους τέσσερις ολωσδιόλου ανύποπτους πως γράφουν – αλίμονο – λογοτεχνία.