Μαύρη Κούτα (διήγημα στο περιοδικό Χάρτης)

Έχει δυσκολίες το επάγγελμα αυτό. Δε φαντάζεσαι. Όχι μόνο τη βρώμα και τα χημικά. Αυτά είναι το λιγότερο, να σου πω. Καταρχάς, για κάθε δουλειά που παίρνω, θέλω άδεια από τους δασικούς ― βάλε τώρα με το νου σου. Κατάλαβες. Και για τα οικόσιτα  ―σκυλιά, γατιά, καναρίνια και τα ρέστα― απαγορεύεται. Εντελώς. Το κάνω στη ζούλα, εννοείται. Και όχι μόνο για τα λεφτά. Αλλά να, ρε φίλε, είχα σκυλί κι εγώ, χρόνια, τον Τζακ. Το πιο καλό ζωντανό που μπορείς να φανταστείς. Πιο πολύ μου λείπει ο Τζακ παρά η μάνα μου, που λέει ο λόγος. Θέλει ο άλλος να τον βλέπει το σκύλο του, να τον έχει κοντά. Δεν τον κρίνω.

Τα πιο πολλά που μου φέρνουνε, είναι τρόπαια. Κυνηγητικά. Αγριογούρουνα, ελάφια, πουλιά, ό,τι σκεφτείς. Μου ‘χουνε φέρει κι άλλα. Ο καθένας από μας – πόσοι είμαστε – έχει κι άλλη ιστορία να σου πει. Σα τους ψαράδες ένα πράμα: Δέκα να ακούς, ένα να πιστεύεις. Αλλά αυτά που θα σου πω εγώ, αλήθεια είναι όλα.

Ταρίχευση κάνω, όχι βαλσάμωμα. Βαλσάμωμα δε κάνει κανένας πια, ασύμφορο, παλιά μέθοδος. Χαλάει και μυρίζει κιόλας. Δε θες να ξέρεις. Με την ταρίχευση είναι σα να κάνεις τέχνη. Γλύπτης, να πούμε, Ερμής του Πραξιτέλους και τέτοια. Γελάς; Να σε δω να κόβεις μισό τόνο κουφάρι και μετά να φοράς το αρκουδοτόμαρο στο καλούπι που το ‘χεις φτιάξει μοναχός. Δεν είναι τόσο αστείο τώρα, ε; Και να το κάνεις να φαίνεται για ζωντανό το ψόφιο το πράμα. Από τα χέρια σου αυτό. Είμαι και τεχνίτης εγώ και καλλιτέχνης μαζί. Όλοι οι παλιοί έτσι ήμασταν.

H συνέχεια στο περιοδικό Xάρτης, όπου δημοσιεύτηκε σαν συμμετοχή στη στήλη “Ζωολογικός Κήπος” στο τεύχος του Δεκέμβρη του 2023.

O καιρός του θερισμού

Τα ποτήρια είναι δροσερά, ιδρώνουν πάνω στον λουλουδάτο, πολυκαιρισμένο μουσαμά· το καφενείο είναι άδειο, ολόκληρο το χωριό, μικροί – μεγάλοι, βρίσκεται στα χωράφια. Ακούγονται μόνο τα τζιτζίκια, δυνατά, εκκωφαντικά μέσα στο ζεστό μεσημέρι.

Οι γονείς της Ζωής τελειώνουν τους ελληνικούς τους, κι εκείνη – τελείωσε την Δευτέρα Λυκείου λίγες ημέρες πριν – ανακατεύει ανόρεχτα το φρέντο της, παίζει νευρικά με την ασπροκόκκινη κλωστή στο χέρι της, χαζεύει στο κινητό της.

Τους σερβίρει, ευγενικά και βαριεστημένα, ο Γιάννης· είναι 20 χρονών, σήμερα είναι η σειρά του να κρατήσει το καφενείο. Όταν η Ζωή σηκώνεται, το βλέμμα του κολλά στα σημάδια που έχουν αφήσει τα πορτοκαλί καλώδια της καρέκλας στους μηρούς της, όσο εκείνη τακτοποιεί βιαστικά το άσπρο της φόρεμα.

Στο δρόμο για το σπίτι της γιαγιάς της, δε συναντούν άνθρωπο · είναι ο καιρός του θερισμού, όλο το χωριό δουλεύει από το πρωί. Τα χωράφια είναι τακτοποιημένα και κατακίτρινα κάτω από τον ήλιο του Ιουνίου, σχεδόν αχνίζουν, οι δρόμοι μοιάζουν ανοιχτοί ως τα πέρατα  της γης, το βούισμα των τζιτζικιών μπλέκεται σιγά σιγά με τα μακρινά γουργουρίσματα από τα τρακτέρ που επιστρέφουν.

Η Ζωή ξαπλώνει στο μέσα δωμάτιο, το παιδικό, το δροσερό –  αλλά δεν έχει ύπνο. Στριφογυρίζει, ανασηκώνεται συνεχώς και είναι μούσκεμα, ο ιδρώτας της τρέχει ποτάμι, το στρώμα της είναι σκληρό και άβολο, αδύνατο να κοιμηθεί. Έξω, τα παιδιά του χωριού έχουν αρχίσει να μαζεύουνε κλαδάκια και ξερόχορτα για τη φωτιά του Κλήδονα, που σε λίγες ώρες θα ανάψει. Ακούει τα βροντερά  τους γέλια, τη βαριά τους προφορά, βλέπει δεμάτια τα κλαδιά και θέλει να φύγει, να γυρίσει στην Αθήνα, στη γειτονιά της, στο φροντιστήριο της, στο σπίτι της.

Ξάφνου δεν αντέχει ούτε τα τζιτζίκια πια, ούτε τη λάβρα, ούτε το ροχαλητό των γονιών της· αποφασίζει να κάνει ένα περίπατο, περνά τα πρώτα σπίτια, περνά τη διασταύρωση και φτάνει ως τον ελαιώνα.

Όσο η Ζωή περπατά, ο ήλιος του Ιούνη χαμηλώνει πια, όμως το φως αντιφέγγει ακόμα, λες και ο φωτεινός δίσκος δε  θέλει να φύγει, σα να μην έχει ακόμα δεχτεί πως θα χάνει πια λίγα δευτερόλεπτα κάθε μέρα. Η ατμόσφαιρα είναι πεντακάθαρη, σα φτιαγμένη από κρύσταλλο, το φως διαυγές μέχρι τα βουνά που χάνονται γαλάζια στο βάθος · τα χρώματα των δέντρων, των φύλλων, των θημωνιών, του κάμπου τριγύρω, δε θυμάται η Ζωή να τα έχει αντικρύσει πιο έντονα ποτέ της.  Μέσα στο κατάφεγγο απόγευμα, τα πάντα μοιάζουν γύρω της ζωντανά και πάλλοντα. Τα τζιτζίκια επιμένουν ακόμα, φωνάζουν έξαλλα στον ήλιο που χάνεται, έχουνε πλέον αφηνιάσει.

Κάθεται στη ρίζα μιας ελιάς αιωνόβιας, αρχαίας · ο κορμός της έχει σχιστεί στα δύο, χωρά όχι μόνον έναν άνθρωπο, αλλά και δύο, αν καθόντουσαν κοντά, αν αγκαλιάζονταν σφιχτά, σκέφτεται. Ένα ζεστό, λιγωτικό αεράκι θροΐζει στον καλαμιώνα πίσω από τις ελιές · ο ψίθυρος των βούρλων, το κόασμα των βατράχων, οι τρίλιες των τελευταίων πουλιών της μέρας  αρχίζουν να παίρνουν στο μυαλό της Ζωής μορφή, να γίνονται λέξεις, προτάσεις, καλέσματα χαρούμενα και παθιασμένα.

Ξάφνου, οι ρόζοι του γέρικου δέντρου παίρνουν, μέσα στο φως που αλλάζει λεπτό με το λεπτό, παράξενες μορφές, επάνω στο ασημένιο ξύλο προβάλλουν για λίγο, πριν εξαφανιστούν, ένας άντρας αγριωπός, όλος γένια και μαλλιά –  ίδιος προφήτης της ερήμου –  νεράιδες καλλίγραμμες δίχως πέπλα, σκανδαλιάρηδες κερασφόροι νεαροί με κεράσια κρεμασμένα στα αυτιά τους, ζώα μερωμένα και πουλιά, φρούτα ώριμα και στάχυα που χορεύουν. 

Κλείνει τα μάτια της φουντωμένη, τα τζιτζίκια στα φύλλα της ελιάς είναι σβήνουνε, το σκοτάδι πέφτει απαλά και τη σκεπάζει. Όταν ξυπνά, βλέπει από μακριά τη φωτιά του Αη – Γιάννη να φουντώνει στην πλατεία, τα αγροτικά παρκαρισμένα σειρά στην αλάνα πίσω από την εκκλησία, άντρες και γυναίκες σε κυκλωτικό χορό, κάτω από τον μεγάλο πλάτανο. Μυρίζει παντού καλαμπόκι ψητό, καμένη ζάχαρη, χορτάρι ξερό και νυχτολούλουδο.

Πηγαίνει σαν υπνωτισμένη προς την πλατεία, οι γονείς της τής γνέφουν με ανακούφιση· έχουν ήδη πιάσει τραπέζι στο καφενείο. Περπατά αδιάφορα – και τότε βλέπει τον Γιάννη, το παιδί που τους σέρβιρε το μεσημέρι, να προχωρά προς την πυρά του Κλήδονα. 

Το δέρμα του είναι μελαψό, ηλιοψημένο, στο χρώμα της γης· σαν να ‘χει πλαστεί ολόκληρος από πέτρα, χώμα και στάχια. Υγρό από τον ιδρώτα – η νύχτα του Ιούνη έχει πέσει ζεστή και η φωτιά έχει φουντώσει – το σώμα του, όσο ξεπροβάλει από το μπλουτζίν και το μακό μπλουζάκι, αστράφτει σα χάλκινο. Στα μαλλιά του φορά ένα ξερό μαγιάτικο στεφάνι, τα πόδια του είναι ξυπόλητα, στα χέρια του αστράφτει ένα δρεπάνι.

Ο Γιάννης είναι φέτος ο Θεριστής, ο βασιλιάς του Κλήδονα – όπως το έχει το έθιμο σε τούτο το χωριό.

Ο Γιάννης, ο Θεριστής, κάνει κόλπα με το κοφτερό δρεπάνι, χορεύοντας γύρω από τον πυρά, που ταΐζεται συνεχώς με κλαδιά και στεφάνια: το πετά από το ένα του χέρι στο άλλο, κατόπιν πίσω από την πλάτη του, το εκσφενδονίζει ψηλά για να το ξαναπιάσει ύστερα με σιγουριά, το ισορροπεί επικίνδυνα στα ακροδάχτυλα του, γελώντας. Γύρω του, αρκετοί έχουν αρχίσει να πηδούν πάνω από τη φωτιά, οι πιο μικροί στις άκρες της πυράς, οι πιο τολμηροί στο κέντρο της, βγάζοντας αλαλαγμούς και κραυγές, φωνάζοντας και σφυρίζοντας, τραγουδώντας και τσουγκρίζοντας ποτήρια.

Με κόκκινα μάγουλα από τη φωτιά, ζαλισμένη από τη ζέστη, τη μουσική και την μπύρα που κάποιος της έβαλε στο χέρι, η Ζωή κοιτά το Θεριστή με κομμένη την ανάσα, νιώθοντας κάθε του κίνηση σχεδόν βαθιά, ως τα μέσα  της. Χωρίς να μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω του, τον βλέπει να έρχεται προς το μέρος της, κραδαίνοντας το δρεπάνι του · το χαμόγελο του αστράφτει από τις φλόγες και τα λαμπιόνια του πανηγυριού.

Τα αγόρια και τα κορίτσια τριγύρω αρχίζουν να χειροκροτούν ρυθμικά, η Ζωή νιώθει το έδαφος να στριφογυρνά από κάτω της κι ένα πύρωμα να τη ζώνει από το κεφάλι ως τα ακροδάχτυλα της. Καθώς ο Θεριστής φτάνει δίπλα της, ακόμα κι οι γρύλοι και τα τριζόνια του βραδιού ορκίζεται πως βουβαίνονται:  υπάρχουν τώρα μοναχά εκείνη κι η φωτιά – κι ο Γιάννης, που με μια παιχνιδιάρικη κίνηση της κόβει το μαρτάκι που φορά στο χέρι και το πετά στην πυρά – η χάντρα του πετά σπίθες καθώς καίγεται και λιώνει – πριν βγάλει το μαγιάτικο στεφάνι από το κεφάλι του για να το φορέσει  στο κεφάλι της Ζωής.

Κι εκείνη βγάζει τα παπούτσια της, σηκώνει το φόρεμά της ψηλά ως τους μηρούς , κοιτά το Γιάννη στα μάτια –  και πηδά με φόρα ίσια επάνω στη φωτιά, στη φωτιά που άναψε απόψε και δε θα σβήσει πια ποτέ.

Δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Culturebook, ως συμμετοχή στο αφιέρωμα “7+1 Διηγήματα για τον Ιούνιο”

330 χιλιόμετρα

Ξημέρωνε Τετάρτη όταν έφυγε η κυρία Ζωή — ανεύρυσμα, μια κι έξω, στα εξηνταπέντε. Ο Σπύρος έφτασε στα Τρίκαλα Τετάρτη μεσημέρι· οδήγησε 330 χιλιόμετρα άυπνος και μ’ ό,τι τραγούδια είχε ένα στικάκι ξεχασμένο στο ντουλάπι. Του ‘χανε πει —ψέματα— πως θα προλάβαινε τη θεία του ζωντανή. Πάνω στη φούρια δεν πήρε μαζί του ούτε κινητό, ούτε ρούχα· μέχρι το βράδυ της Παρασκευής την έβγαλε μ’ ό,τι φορούσε και με εσώρουχα δανεικά, απ’ τον πατέρα του.
Δεν το ‘χε χωνέψει, ακόμα κι όταν γύρισε στο Παγκράτι. Μπήκε σπίτι, έβαλε το κινητό του να φορτίσει, ζέστανε την πίτα για να φάει· έπλυνε τα πιάτα, συμμάζεψε, μούλιασε στη μπανιέρα χωρίς να νιώθει την απουσία της θείας Ζωής, που την έβλεπε άλλωστε δυο-τρεις φορές το χρόνο πια.
Ανοίγοντας το τηλέφωνο, έπεσαν βροχή οι ειδοποιήσεις τριών ημερών: «Να ζήσεις να τη θυμάσαι», «Πάρε με όταν γυρίσεις», «Σπύρο, δεν απαντάς, όλα καλά;» μέχρι που το μάτι του έπεσε στο φάκελο με τα emails της, τακτοποιημένα και περιποιημένα, όλα με το όνομά της πρώτα και το θέμα αμέσως μετά, «Ζωή: συνταγή γιουβαρλάκια», «Ζωή: φωτογραφίες γάμος Ελένης», «Ζωή: αναγγελία ΑΣΕΠ», όσα συζητούσαν —από απόσταση— θεία και ανιψιός. Καθώς σκρόλαρε βούρκωνε, και όσο θόλωνε το βλέμμα του ήρθε πετώντας το τελευταίο φακελάκι και κάθισε πάνω πάνω στο σωρό: Τετάρτη, 3 Δεκ, 01:42, θέμα «Ζωή: οδηγίες χρήσης»· η υπενθύμισή της για το PDF που του ’χε ζητήσει να της βρει για το πλυντήριο πιάτων.

Συμμετοχή στη στήλη “Μικρή Κλίμακα” του Περιοδικού Χάρτης, Ιανουάριος 2023

Ο Καρούζος και οι άλλοι ΙΙ

Γρήγορα που σκοτεινιάζει: φθινοπώριασε*.
Τα σπουργίτια μπουλουκιάζουν: χειμώνας**.

20 χρόνια και μια εποχή διαφορά.

[*Οδυσσέας Ελύτης, “Αγαμέμνων”, από τα “Ρω του Έρωτα” (1973) &
**Νίκος Καρούζος, “Το Χωριό” από την “Επιστροφή του Χριστού” (1953)]

Το Σακάκι (διήγημα στο περιοδικό diastixo)

Γύρισα πίσω, μέχρι το αυτοκίνητο, καθώς ψαχουλεύοντας την τσέπη μου δεν ένιωσα το κλειδί· το είχα ξεχάσει πάνω στην πόρτα. Στο χωριό καπνός έβγαινε από τα μπουχαριά, το χώμα υγρό, στα ρουθούνια μου πρίνοι και ξύλο καμένο. Πριν πάρω την ανηφόρα μέχρι την οικοδομή, έκατσα στο καφενείο για ένα ζεστό.

Μου φέρανε ένα φλιτζάνι νερό βραστό κι ένα φακελάκι κίτρινο, Lipton. Στο δίπλα τραπέζι, το μόνο, μιλούσανε αλβανικά· τα μπατζάκια τους ήταν λασπωμένα, πού και πού τους φεύγανε λέξεις ελληνικές, με βαριά προφορά, μπουκωμένη. Τα μάγουλα κι οι μύτες τους κοκκινίζανε, το ’χανε στρώσει στις μπίρες από νωρίς. Τα εργαλεία τους ήτανε αφημένα σε ένα γιατάκι απέξω. Από το παράθυρο ξεχώριζε ένα ξενοδοχείο παρατημένο στα μπετά, ρημάδι. Οι κορφές ασπρίζανε πέρα μακριά.

συνέχεια στο περιοδικό diastixo

Ο Καρούζος και οι άλλοι Ι

Μουσική

Να ο Έλληνας πάντα πικραμένος με γλυκειά μορφή
καμωμένος για τα βάσανα πώς τραγουδά και δένεται
στη μνήμη που έχει πάντα συννεφιά…

Μαγική Εικόνα

Αύγουστος Κυριακή Η Ελλάδα πλάι στη θάλασσα:
ήλιος δροσιά πεύκα κρασί κι αγάπη.
Στο πικάπ
έπαιζε ασταμάτητα
του Τσιτσάνη η “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Και κανείς δεν είπε ν’ αλλάξει ο δίσκος…

Μουσική, του Νίκου Καρούζου, από την ενότητα «Λυπηρά» του βιβλίου Ποιήματα (1961) και Μαγική Εικόνα του Θωμά Γκόρπα, από το βιβλίο «Παλιές Ειδήσεις» (1966): από την επιλογή των λέξεων και τη στίξη, μέχρι (κυριότερα) το συναίσθημα, δυο ποιήματα πλήρως παράλληλα. Το σκίτσο του Καρούζου (φυσικά) του Αλέκου Φασιανού.

Oedipus In Colonos

Κάνεις δε με συντρόφευσε
στο δρόμο για τη Θήβα ·
Μονάχος
περπάτησα
με την ψυχή κατάμαυρη
με ανία μέχρις αφανισμού
κι έτσι
όταν γέροντας θρασύς
μου ‘κλεισε το δρόμο
άρχισα τον καυγά
– για αστείο –
και τον σκότωσα.

Κανείς δε με συντρόφευσε
μονάχος ξανά
αποκρίθηκα στη Σφίγγα
– και την σκότωσα.

Η ανία με ακολούθησε
ως τη Θήβα
όπου οι αφελείς μ’ έστεψαν βασιλιά τους
και με πάντρεψαν με την Ιοκάστη…

Και τώρα εδώ στον Κολωνό,
– πρώτη φορά όσο ζω –
η ψυχή μου ησύχασε,
τα πάθη μου πέθαναν.

[Η ανία μου, μαζί κι η νιότη
έχουνε γίνει ανάμνηση πια.]

Τ’ αηδόνια τραγουδούνε
στις ελιές της Αττικής
και η Αντιγόνη, μικρή κοπέλα,
σιωπηλή
στέκεται στο πλάι μου.

Ποίημα του Κώστα Ταχτσή από την συλλογή «Περί Ώραν Δωδεκάτην» (1953), που ο συγγραφέας δε συμπεριέλαβε στην γνωστή εκλογή «Καφενείο το Βυζάντιον και άλλα ποιήματα» του 1972, γραμμένο αρχικά στα αγγλικά με τον τίτλο «Oedipus In Colonos».H απόδοση στα ελληνικά είναι δική μου.

Με τον τρόπο του Γιάννη Ρίτσου

Αντιστροφές

Υπάρχουν τάφοι κάτω από τα σπίτια και σπίτια
κάτω από τους τάφους και, ενώνοντας αυτά τα τρία,
μια φαρδιά πέτρινη σκάλα όπου οι νεκροί
ανεβαίνουν και οι ζωντανοί κατεβαίνουν. Προσπερνούν ο ένας τον άλλο
χωρίς λόγια, που μπορεί να σημαίνει πως δεν ξέρουν, ή πως
υποκρίνονται πως τάχα δεν ξέρουν. Μπορείς να μυρίσεις
τον πορτοκαλεώνα στο λόφο · μπορείς να ακούσεις παιδιά να κυλούν το τσέρκι στο δρόμο.

Δυο γυναίκες φλυαρούν καθώς γεμίζουν τη στάμνα στη βρύση.
Τα μυστικά τους θολώνουν το νερό.
Αργότερα, επιστρέφουν περπατώντας μια λεωφόρο
με κυπαρίσσια, κουβαλώντας τη στάμνα σαν να’ταν μπάσταρδο παιδί.


Ο Κατηγορούμενος

Μόλις κλείδωσε την πόρτα, μόλις έχωσε στην τσέπη το κλειδί
μόλις κοίταξε κλεφτά πίσω απ’τον ώμο του, τον συνέλαβαν.
Τον βασάνισαν μέχρι που κουράστηκαν.
«Κοίτα», του είπαν,
«το κλειδί είναι το κλειδί σου, το σπίτι είναι το σπίτι σου,
το καταλάβαμε πια · όμως γιατί έχωσες το κλειδί
στην τσέπη σου, σαν να ‘θελες να μας το κρύψεις;»

Τον άφησαν ελεύθερο, αλλά έχει ακόμα φάκελο.

Δύο ποιήματα από την ενότητα “Τhree Poems after Yiannis Ritsos” του Βρετανού ποιητή David Harsent, σε δική μου απόδοση στα ελληνικά μαζί με ένα υπέροχο πορτραίτο του Ρίτσου από τον Κωνσταντίνο Ρουγγέρη.

Τα Παπούτσια

Λίγοι άνθρωποι καταλάβαιναν με την πρώτη ματιά πως ο Γιώργος Ιωάννου ήταν συγγραφέας, με αυτό του το ντύσιμο και το βάδισμα. Περπατούσε αργά, βαριά, δυνατά, σίγουρα – σαν εργάτης. Μόνο από το κεφάλι του, που συνεχώς το είχε σκυμμένο, σου έμπαινε η υποψία πως ήταν διανοούμενος. Από το κεφάλι του και από τα παπούτσια · παρόλο το εργατικό του ντύσιμο και παράστημα, τα παπούτσια του ήτανε πάντοτε ντελικάτα, από καλό δέρμα, με ένα ανεπαίσθητο τακουνάκι και γυαλισμένα στην εντέλεια. Μόλις έμπαινε στο διαμέρισμα του, πριν ακόμη βγάλει τα ψώνια του από τις νάιλον τσάντες, ο Ιωάννου τοποθετούσε τα παπούτσια του, ξεσκονισμένα, σε ένα μεγάλο ξύλινο πορτ-μαντώ, γεμάτο με δεκάδες ζευγάρια: τη συλλογή του. Τα λάτρευε, τα περιποιόταν με ειδικό κερί, τα διατηρούσε σε εξαιρετική κατάσταση. Και, όταν τα φορούσε, έβρισκε και πάλι το περπάτημα του, όπως και πριν, λαϊκό κι εργατικό.

Μικροδιήγημα για τον Γιώργο Ιωάννου, βασισμένο σε αναμνήσεις τις φίλης του, γλύπτριας Ασπασίας Παπαδοπεράκη – μαζί με ένα πορτραίτο του από τα χέρια της.

Υπάρχουν ποιήματα που δε θα εξέδιδες ποτέ;

Ακόμα και ο Κ.Π. Καβάφης –
κυνικός, ασκητικός
άγνωστος στον καιρό του –
τύπωσε με δικά του έξοδα
ποιήματα που δε θα εξέδιδε κανείς
ποιήματα προσωπικά, πολύ προσωπικά
για να τα μοιραστεί με αναγνώστες
που τους λογάριαζε για φίλους.

Όμως εγώ έχω εκατοντάδες ποιήματα
καλά κλεισμένα σ’ένα κουτί.
Ακόμα και που ξέρω
πως ο Καβάφης κάποτε τύλιξε τους στίχους του
με μαύρες και χρυσές κορδέλες
για να τους κάνει, κάπου, δώρο.

Ποίημα του Αμερικανού ποιητή Richard Jones, σε δική μου απόδοση στα ελληνικά – πραγματολογικά ανακριβές, αλλά βαθύ και συγκινητικό, μαζί με ένα σκίτσο της γλύπτριας Ασπασίας Παπαδοπεράκη